lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λαίμαργος στα ουκρανικά

Λέξη:
λαίμαργος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
грабіжницький, жадний, жадібний, зажерливий, ласий, недостатній, ненажера, ненажерливий, пожадливий, свиноподібний, свинський, схоплення
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά λαίμαργος, υπερβολικά λαίμαργοσ, λαίμαργοσ αγγλικά, λαίμαργος συνώνυμο, λαίμαργος συνώνυμα, λαίμαργος σκύλος, λαίμαργος στα ουκρανικά, грабіжницький στα ελληνικά
λαίμαργος στα ουκρανικά