lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λαίμαργος στα ρωσικά

Λέξη:
λαίμαργος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (20):
алчен, алчный, алчущий, жаден, жадный, корыстен, корыстный, корыстолюбив, корыстолюбивый, лакомый, обжорливый, падкий, падок, прожорлив, прожорливый, скупой, сладострастный, сластолюбив, сластолюбивый, стяжательный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά λαίμαργος, υπερβολικά λαίμαργοσ, λαίμαργοσ αγγλικά, λαίμαργος συνώνυμο, λαίμαργος συνώνυμα, λαίμαργος σκύλος, λαίμαργος στα ρωσικά, алчен στα ελληνικά
λαίμαργος στα ρωσικά