lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ρισκάρω στα σουηδικά

Λέξη:
ρισκάρω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (7):
äventyr, äventyra, chans, fara, lycka, riskera, slump
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ρισκάρω, ρισκάρω συνώνυμα, ρισκάρω και ας μην πάρω ας χάσω δεν πειράζει γιατί της στιγμής το νάζι είναι της ψυχής το γκάζι, ρισκάρω στα σουηδικά, äventyr στα ελληνικά
ρισκάρω στα σουηδικά