υποθήκη στα αγγλικά υποθήκη στα τσεχική υποθήκη στα γερμανικά υποθήκη στα δανική υποθήκη στα ισπανικά υποθήκη στα γαλλικά υποθήκη στα ιταλικά υποθήκη στα νορβηγικά υποθήκη στα ρωσικά υποθήκη στα φινλανδικά υποθήκη στα πορτογαλικά υποθήκη στα σλοβακική υποθήκη στα πολωνική
άδεια στα ουκρανικά ικανότητα στα τσεχική φαρδύς στα τσεχική λάφυρα στα πορτογαλικά εμβολιασμός στα σουηδικά
ικανότητα δικαιοπραξίας εμβολιασμός λεμονιάς φαρδύς πληθυντικός άδεια άνευ αποδοχών λάφυρα ορισμός