lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φημισμένος στα σουηδικά

Λέξη:
φημισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (7):
anseende, berömd, frejdad, omtalad, prominent, ryktbar, ryktbarhet
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά φημισμένος, φημισμένος συνώνυμο, φημισμένος συνώνυμα, φημισμένος κόκορας, φημισμένος στα σουηδικά, anseende στα ελληνικά
φημισμένος στα σουηδικά