lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φημισμένος στα ισπανικά

Λέξη:
φημισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (10):
afamado, célebre, egregio, exaltado, famoso, glorioso, ilustre, insigne, nombrado, renombrado
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά φημισμένος, φημισμένος συνώνυμο, φημισμένος συνώνυμα, φημισμένος κόκορας, φημισμένος στα ισπανικά, afamado στα ελληνικά
φημισμένος στα ισπανικά