lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φημισμένος στα νορβηγικά

Λέξη:
φημισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (5):
anseende, berømt, prominent, ryktbar, ryktbarhet
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά φημισμένος, φημισμένος συνώνυμο, φημισμένος συνώνυμα, φημισμένος κόκορας, φημισμένος στα νορβηγικά, anseende στα ελληνικά
φημισμένος στα νορβηγικά