lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: στυλό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
feather, feathering, nib, pen, plotter, plume, quill, stylus
στυλό
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
brk, chochol, pero, peří
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
feder, füller, griffel, schreiben
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fjer, pen, penny
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pluma
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plume, plumet, stylo
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
penna, piuma
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fjær, penn, penna
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перо
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ax, fjäder, fjär, penna
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
перо
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пяро
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
sulg
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
höyhen, kynä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
perje
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
sisakforgó, toll
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
plunksna, plunksnakotis, rašiklis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
clamo, pena, pluma
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
pero
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
pero
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ведучий, верх, верхній, вершина, вищий, клинок, лезо, найвищий, перо, плюмаж, провідний, ручка, травинка, шпиль
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pióro

Σχετικές λέξεις

στυλό parker, στυλό bic, στυλό διαρκείας, στυλό cross, στυλό κάμερα, στυλό swarovski, στυλό montblanc, στυλό bluetooth με spy ακουστικό ψείρα, στυλό lamy, στυλό αόρατης γραφής με φως uv