lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συνουσία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attitude, bearing, intercourse, liaison, ratio, relation, screw, sex, term, venery
συνουσία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
obcování, poměr, relace, spojení, styk, vztah, závislost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beziehung, relation, verhältnis, verkehr
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
analogi, forbindelse, forhold, samkvem
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
coito, proporción, relación, respecto
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corrélation, mesure, proportion, rapport, relation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
proporzione, rapporto, relazione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
analogi, forbindelse, forhold, proporsjon, samkvem
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отношение, пропорция, соотношение
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
analogi, förbindelse, förhållande, proportion, relation
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отношение
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
стаўленне
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suhde
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odnos
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elbeszélés, kapcsolat, viszony
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
coito, enlace
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
pomer
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відношення, відчуття, доречність, залежність, поведінка, поза, позиція, постава, поставити, почуття, родич, співвідношення, ставити, ставлення, чуття
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
stosunek