lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μπαταρία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accumulator, battery, troop
μπαταρία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
baterie
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
akku, akkumulator, batterie, elektrotechniker, sammler
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
akkumulator, batteri
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acumulador, batería, pila
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accu, accumulateur, batterie, pile
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accumulatore, batteria, pila
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
akkumulator, batteri, slagverk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аккумулятор, батарейка, батарея
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ackumulator, batteri, slagverk
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
акумулатор, батерия
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
акумулятар, батарэйка, батарэя
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
patarei
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
akkumulaattori
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
baterija, baterije
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
akkumulátor, elem, energiatároló, üteg
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
akumuliatorius, baterija
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acumulador, bateria, pila
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
acumulator, baterie
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
акумулятор, батарейка, батарея, радіатор
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
akumulator, bateria

Σχετικές λέξεις

μπαταρία αυτοκινήτου, μπαταρία μπάνιου, μπαταρία 12v 7ah, μπαταρία iphone 4, μπαταρία samsung galaxy s3 mini, μπαταρία laptop, μπαταρία samsung galaxy s4, μπαταρία iphone, μπαταρία κουζίνας, μπαταρία iphone 4s