lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανασφαλής στα τσεχική

Λέξη:
ανασφαλής (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (19):
bloudivý, hladký, klouzavý, kluzký, nejistý, nerozhodný, nestálý, neurčitý, náhodný, ošemetný, pochybný, pochybovačný, prekérní, proměnlivý, riskantní, rozkolísaný, váhající, váhavý, zmatený
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ανασφαλής, είμαι ανασφαλής, ανασφαλής σύντροφος, ανασφαλής συνώνυμα, ανασφαλής προσκόλληση, ανασφαλής γυναίκα, ανασφαλής στα τσεχική, bloudivý στα ελληνικά
ανασφαλής στα τσεχική