lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανασφαλής στα πορτογαλικά

Λέξη:
ανασφαλής (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
aleatório, incerto, inconstante, indeciso, inseguro
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ανασφαλής, είμαι ανασφαλής, ανασφαλής σύντροφος, ανασφαλής συνώνυμα, ανασφαλής προσκόλληση, ανασφαλής γυναίκα, ανασφαλής στα πορτογαλικά, aleatório στα ελληνικά
ανασφαλής στα πορτογαλικά