lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συνάφεια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affinity, blood, cognation, congeniality, consanguinity, kindred, kinsfolk, kinship, propinquity, relatedness, relation, relationship
συνάφεια
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
afinita, blízkost, podobnost, příbuzenství, příbuznost, slučivost, spřízněnost, spříznění
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
affinität, anverwandtschaft, verschwägerung, verwandtschaft
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afinidad, parentela, parentesco
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affinage, affinité, apparentage, cognation, connexité, consanguinité, cousinage, parentage, parenté
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affinità, parentado, parentela
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slakting, slektskap
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
родство, свойство, сродство
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
släkting, släktskap
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
родство
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
блізкасць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sukulaisuus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
srodnost
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
affinitás, atyafiság, rokonság
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afinidade, parentela, parentesco
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
альянс, відношення, подібність, союз, споріднення, спорідненість, співвідношення, спілка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pokrewieństwo, powinowactwo

Σχετικές λέξεις

συνάφεια συνώνυμο, συνάφεια ορισμός, συνάφεια μεταπτυχιακού τίτλου, συνάφεια μεταπτυχιακού, συνάφεια διδακτορικού, συνάφεια συνώνυμα, συνάφεια μεταπτυχιακών, συνάφεια καβάφης, συνάφεια πτυχίων, συνάφεια πτυχίου