lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καύκαλο στα τσεχική

Λέξη:
καύκαλο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
domek, domeček, krunýř, kůra, kůrka, lastura, mušle, skořápka, slupka, střípek, ulita, štít, želvovina
Σχετικές λέξεις:
τσεχική καύκαλο, το καύκαλο, καύκαλο χελώνας, καύκαλο στα τσεχική, domek στα ελληνικά
καύκαλο στα τσεχική