lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ομιλητικός στα τσεχική

Λέξη:
ομιλητικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (10):
družný, hovorný, komunikativní, mnohomluvný, povídavý, sdílný, tlachavý, upovídaný, užvaněný, žvanivý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ομιλητικός, ομιλητικός στα τσεχική, družný στα ελληνικά
ομιλητικός στα τσεχική