ομιλητικός στα αγγλικά ομιλητικός στα τσεχική ομιλητικός στα γερμανικά ομιλητικός στα δανική ομιλητικός στα ισπανικά ομιλητικός στα γαλλικά ομιλητικός στα ιταλικά ομιλητικός στα νορβηγικά ομιλητικός στα ρωσικά ομιλητικός στα λευκορωσίας ομιλητικός στα φινλανδικά ομιλητικός στα ουκρανικά ομιλητικός στα πολωνική
ακολουθώ στα νορβηγικά συναγωγή στα ισπανικά αίμα στα ισπανικά ή στα νορβηγικά μουρμουρίζω στα τσεχική