lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ομιλητικός στα ρωσικά

Λέξη:
ομιλητικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (5):
болтливый, разговорчив, разговорчивый, словоохотлив, словоохотливый
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ομιλητικός, ομιλητικός στα ρωσικά, болтливый στα ελληνικά
ομιλητικός στα ρωσικά