lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ορυχείο στα τσεχική

Λέξη:
ορυχείο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (12):
dolní, dolík, díra, důl, hrob, jáma, mina, podkop, příkop, spodek, spodní, úpatí
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ορυχείο, ορυχείο χρυσού χαλκιδική, ορυχείο χρυσού, ορυχείο πεδίου αμυνταίου, ορυχείο μαυροπηγής, ορυχείο καρδιάς, ορυχείο στα τσεχική, dolní στα ελληνικά
ορυχείο στα τσεχική