lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξουσία στα ουγγρική

Λέξη:
εξουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (17):
bírni, energia, erő, felhatalmazás, fennhatóság, hatalom, hatvány, hatóság, kormány, kormányzás, képesnek, lenni, megbízás, nagyhatalom, teljesítmény, tud, tudni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική εξουσία, εξουσία τι μπάλα παίζεις, εξουσία συνώνυμο, εξουσία συνώνυμα, εξουσία ορισμός, εξουσία και οργάνωση-διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος, εξουσία στα ουγγρική, bírni στα ελληνικά
εξουσία στα ουγγρική