lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαγηνευτικός στα τσεχική

Λέξη:
σαγηνευτικός (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (9):
atraktivní, lákavý, líbivý, poutavý, přitažlivý, půvabný, svůdný, vábivý, vábný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική σαγηνευτικός, σαγηνευτικός συνώνυμα, σαγηνευτικός αγγλικά, σαγηνευτικός στα τσεχική, atraktivní στα ελληνικά
σαγηνευτικός στα τσεχική