lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σαγηνευτικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alluring, attractive, seductive, voluptuous
σαγηνευτικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
atraktivní, lákavý, líbivý, poutavý, přitažlivý, půvabný, svůdný, vábivý, vábný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
appetitlich, reizend, reizvoll, verführerisch, verlockend
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
attråværdig, tiltalende
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apetecible, atractivo, atrayente
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acoquinant, affriandant, affriolant, alléchant, appétissant, attirant, attractif, attrayant, ragoûtant, tentant
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attraente, seducente
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
attråverdig, tiltalende
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
привлекательный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
intagande, tilldragande
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прывабны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
houkutteleva
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
csábító, vonzó
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atractivo, atraente, gracioso, sugestivo
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
atrăgător
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
апелювання, бажання, вабливий, гарний, заразний, магнітна, магнітний, привабливий, привабний, принадливий, принадний, приємний, розумний, інфекційний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ponętny

Σχετικές λέξεις

σαγηνευτικός συνώνυμα, σαγηνευτικός αγγλικά