lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκουπίζω στα τσεχική

Λέξη:
σκουπίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (29):
drbat, drhnout, gumovat, hladit, leštit, mnout, mést, obrousit, odřít, osušit, otírat, otřít, přetřít, setřít, seškrabat, smazat, třít, utřít, vydrhnout, vygumovat, vyhladit, vyleštit, vytírat, vytřít, vyškrábat, zahladit, zametat, zamést, zastínit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική σκουπίζω, σκουπίζω όνειρο, σκουπίζω στα αγγλικά, σκουπίζω ονειροκρίτης, σκουπίζω αόριστος, σκουπίζω αγγλικα, σκουπίζω στα τσεχική, drbat στα ελληνικά
σκουπίζω στα τσεχική