lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκουπίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
σκουπίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (25):
анулювати, видалити, викреслювання, викресліть, вилучіть, винищити, винищувати, витерти, витирати, відмінити, знесіть, знищити, знищте, знищувати, зносіть, нищити, носити, одяг, одягатися, прати, підмітати, скасовувати, скасувати, стерти, стирати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σκουπίζω, σκουπίζω όνειρο, σκουπίζω στα αγγλικά, σκουπίζω ονειροκρίτης, σκουπίζω αόριστος, σκουπίζω αγγλικα, σκουπίζω στα ουκρανικά, анулювати στα ελληνικά
σκουπίζω στα ουκρανικά