lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τολμηρός στα τσεχική

Λέξη:
τολμηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (12):
chrabrý, hrdina, mužný, odhodlaný, odvážlivec, odvážný, smělec, smělý, statečný, troufalý, udatný, zmužilý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική τολμηρός, τολμηρός χειροπρακτικός έγινε σταρ στο youtube χάρη στη διαφήμισή του, τολμηρός συνώνυμα, τολμηρός συνωνυμα, τολμηρός στα αγγλικά, τολμηρός αγγλικά, τολμηρός στα τσεχική, chrabrý στα ελληνικά
τολμηρός στα τσεχική