lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φορτίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
φορτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
aterrar, desembarcar, carga, carregar, embarcar, incumbir, acusar, agravar, agravares
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά φορτίζω, φορτίζω στα πορτογαλικά, aterrar στα ελληνικά
φορτίζω στα πορτογαλικά