lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τσιγάρο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cigarette, fag
τσιγάρο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
cigareta
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zigarette
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
cigaret
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cigarrillo, cigarro, pitillo, pito
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cibiche, cigarette, sèche
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sigaretta
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sigarett
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
папироса, сигарета
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
cigarett
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
cigare
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
папяроса, цыгарка, цыгарэта
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
sigaret
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
savuke
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
cigareta
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
cigaretta, cigi
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
cigaretė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cigarrilha, cigarro, pito
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
ţigară
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
cigareta
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сигарета, цигарка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
papieros

Σχετικές λέξεις

τσιγάρο ατέλειωτο, τσιγάρο σέρτικο, τσιγάρο συνέπειες, τσιγάρο κότσιρας, τσιγάρο και πίεση, τσιγάρο και υγεία, τσιγάρο ατέλειωτο βαρύ η μοναξιά μου, τσιγάρο και εγκυμοσύνη, τσιγάρο επιπτώσεις, τσιγάρο ονειροκρίτης