lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: υβριστικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abusive, contumelious, injurious, insulting, scurrilous
υβριστικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hanlivý, nespravedlivý, potupný, poškozující, urážející, urážlivý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beleidigend
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
insultante, ultrajante
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
argueux, blessant, injurieux, insultant, outrageant, outrageux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
offensivo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бранный, оскорбительный, ругательный
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
абразлівы, зняважлівы
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herjaava
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apóstrofe, insultante, ofensivo, ultrajante
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
hanlivý
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
брутальний, ганебний, грубий, жорстокий, наклепницький, невихований, необроблений, неправдивий, непристойний, несамовитий, несправедливий, образливий, обурливий, різкий, сирий, слизистий, шалений, шкідливий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
obelżywy

Σχετικές λέξεις

υβριστικός συνώνυμα