lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ζαλίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deafen, dumbfound, stun
ζαλίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
ohlušit, ohromit, omráčit, přehlušit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
betäuben
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bedøve, døve
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asordar, atolondrar, atronar, aturdir, ensordecer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abasourdir, assourdir, étourdir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assordare, stordire
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bedøva, bedøve, døve
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оглушать, оглушить, ошеломлять
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bedöva
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shurdhoj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
аглушаць, аглушваць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ällistyttää
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaglušiti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atordoar, atroar, aturdir, ensurdecer
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заглушіть, оглушати, оглушити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ogłuszać, ogłuszyć

Σχετικές λέξεις

ζαλίζω στα αγγλικά