lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: χρόνιος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chronic
χρόνιος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chronický
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
chronisch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kronisk
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
crónico
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chronique
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cronico
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kronisk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хронический
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kronisk
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
хранічны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
krooninen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kroničan
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
idült, krónikus
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
crónico
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
cronic
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підтверджений, хронічна, хронічне, хронічний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
chroniczny

Σχετικές λέξεις

χρόνιος πόνος, χρόνιος βήχας, χρόνιος πυελικός πόνος, χρόνιος θυρεοειδισμός, χρόνιος πόνος στη μέση, χρόνιος νευροπαθητικός πόνος, χρόνιος ξηρός βήχας, χρόνιος αλκοολισμός, χρόνιος βήχας στα παιδιά, χρόνιος απλός λειχήνας