lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ώρα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hour, period, time
ώρα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chvíle, doba, hodina
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stunde, uganda
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
tid, tidspunkt, time
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hora
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
couvre-feu, heure
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ora
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klokke, klokkeslett, tidspunkt, time
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
час
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
time, timme
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
orë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
час
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гадзiна
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tund
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aika, hetki, tunti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sat
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
óra
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
laikas, valanda
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
hora
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
ura
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
година, годину
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
godzina

Σχετικές λέξεις

ώρα ελλάδος, ώρα αυστραλίας, ώρα αγγλίας, ώρα κοινής ησυχίας, ώρα αμερικής, ώρα κώδικα, ώρα γερμανίας, ώρα μηδέν, ώρα ιταλίας, ώρα βραζιλίας