lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: άσκηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
apprenticeship, experience, noviciate, practice, praxis, training
άσκηση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
cvik, klientela, nácvik, praktický, praxe, upotřebení, učení, učňovství, zkušenost, zvyk, školení
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erfahrung, praxis
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
erfaring, oplevelse, praksis
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aprendizaje, ejercicio, experiencia, práctica
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
application, apprentissage, clientèle, expérience, externat, pratique, stage
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
applicazione, apprendistato, esperienza, prassi, pratica, tirocinio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bruk, erfaring, praksis
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опыт, практика
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bruk, praktik, praxis
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
практика
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kogemus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
elämys, harjoittelu, käytäntö
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iskustvo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gyakorlat, praxis, tapasztalat
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
patirtis, praktika
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
experiência, prática
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
practica
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
prax
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
praktyka

Σχετικές λέξεις

άσκηση ιδιωτικού έργου με αμοιβή, άσκηση word, άσκηση excel, άσκηση στα δικαστήρια, άσκηση powerpoint, άσκηση πέντε δακτύλων, άσκηση στο νομικό συμβούλιο του κράτους, άσκηση στο νσκ, άσκηση σανίδα, άσκηση word πίνακες