lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ένταση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
capacity, exertion, intenseness, intensity, strain, tension
ένταση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
intenzita, intenzívnost, napětí, pnutí, síla, tenze, úsilí
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anspannung, intensität, spannung, stärke
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
intensidad, tensión
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
contention, intensité, tension
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intensità, tensione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spenning, styrka
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
интенсивность, напряжение, напряженность, напряжённость, натяжение
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anspänning, styrka
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
напінанне, нацяжэнне, інтэнсіўнасць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
pinge
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jännite, jännitys, kireys
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
intenzitás
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tensão
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
intenzita
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
міцність, міць, напруга, напруження, напруженість, напружити, напружитися, напружувати, напружуватися, натяг, натягати, натягнути, натягти, натягування, натягувати, обмеження, похилений, примус, сила, інтенсивність
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
intensywność, natężenie

Σχετικές λέξεις

ένταση ηλεκτρικού πεδίου, ένταση μαγνητικού πεδίου, ένταση ηλεκτρικού ρεύματος, ένταση ρεύματος, ένταση ήχου, ένταση ανέμου σε kt, ένταση ακτινοβολίας, ένταση σεισμού, ένταση συνώνυμο, ένταση ταινία