lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διορθώνω στα αγγλικά

Λέξη:
διορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (27):
adjust, advance, ameliorate, amend, amends, castigate, chasten, chastise, correct, discipline, emend, etch, improve, mark, mend, neaten, penalize, punish, rearrange, reclaim, rectify, redid, reform, refute, revise, scourge, stoke
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά διορθώνω, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω αόριστος, διορθώνω αγγλικά, διορθώνω στα αγγλικά, adjust στα ελληνικά
διορθώνω στα αγγλικά