lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διορθώνω στα ρωσικά

Λέξη:
διορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (14):
выпрямлять, исправить, исправлять, карать, корректировать, наказывать, оправить, оправлять, опровергнуть, откорректировать, подправить, поправить, поправлять, улучшать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά διορθώνω, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω αόριστος, διορθώνω αγγλικά, διορθώνω στα ρωσικά, выпрямлять στα ελληνικά
διορθώνω στα ρωσικά