lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διορθώνω στα πολωνική

Λέξη:
διορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (6):
karać, korygować, poprawiać, poprawić, skorygować, sprostować
Σχετικές λέξεις:
πολωνική διορθώνω, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω αόριστος, διορθώνω αγγλικά, διορθώνω στα πολωνική, karać στα ελληνικά
διορθώνω στα πολωνική