επικυρώνω στα τσεχική επικυρώνω στα γερμανικά επικυρώνω στα ισπανικά επικυρώνω στα γαλλικά επικυρώνω στα ιταλικά επικυρώνω στα ρωσικά επικυρώνω στα λευκορωσίας επικυρώνω στα φινλανδικά επικυρώνω στα κροατικά επικυρώνω στα ουγγρική επικυρώνω στα πορτογαλικά επικυρώνω στα σλοβακική επικυρώνω στα ουκρανικά επικυρώνω στα πολωνική
οικτρός στα σουηδικά ώμος στα πορτογαλικά δαγκώνω στα τσεχική κατεβαίνω στα νορβηγικά δανείζομαι στα γαλλικά
δεν κατεβαίνω δανείζομαι στα αγγλικα δαγκώνω τη γλώσσα μου ώμοσ του κολυμβητή