lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ώμος στα πορτογαλικά

Λέξη:
ώμος (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
braço, ombro, rama, ramo, espátula, pá, pala, paleta
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ώμος, ώμοσ του κολυμβητή, ώμος τενοντίτιδα, ώμος στα αγγλικα, ώμος πόνος, ώμος προς ενοικίαση, ώμος στα πορτογαλικά, braço στα ελληνικά
ώμος στα πορτογαλικά