lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επικυρώνω στα τσεχική

Λέξη:
επικυρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
aprobovat, biřmovat, dotvrdit, konfirmovat, odsouhlasit, potvrdit, potvrzovat, ratifikovat, schvalovat, schválit, souhlasit, utvrdit, uznávat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική επικυρώνω, επικυρώνω συνώνυμο, επικυρώνω στα αγγλικά, επικυρώνω ορισμόσ, επικυρώνω λεξικό, επικυρώνω στα τσεχική, aprobovat στα ελληνικά
επικυρώνω στα τσεχική