lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ναρκωτικό στα αγγλικά

Λέξη:
ναρκωτικό (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (11):
cure, dope, doping, drug, forensic, kef, medication, medicine, narcotic, physic, remedy
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά ναρκωτικό, ναρκωτικό σίσα, ναρκωτικό μιάου, ναρκωτικό κηατ, ναρκωτικό κανιβαλισμόσ, ναρκωτικό ετυμολογία, ναρκωτικό στα αγγλικά, cure στα ελληνικά
ναρκωτικό στα αγγλικά