lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τρώω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
eat, gobble, guzzle, have, stomach, sup
τρώω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dostat, hltat, jídlo, jíst, mít, papat, polykat, prožrat, rozežrat, sežrat, sníst, zhltnout, žrát
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
besitzen, eignen, einnehmen, essen, fressen, gegessen, haben, speisen, verzehren
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
eje, få, ha, have, konsumere, spise, æde
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
comer, consumir, devorar, haber, jamar, llevar, manducar, poseer, tener
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avoir, becqueter, becter, bouffer, boulotter, brichetonner, briffer, bâfrer, chiquer, croûter, dévorer, friper, manger, repaître
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avere, beccare, mangiare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
etasje, ete, få, ha, konsumere, speisa, spise, ætta
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
есть, жрать, иметь, кушать, наесть, расхлебать, съесть
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aväta, spisa, äta
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ha, kam, llup
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ям
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
густой, есьцi
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
omama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hotkaista, omistaa, ruokailla, syödä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
imati, jesti, pojesti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
enni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
valgyti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comer, haver, ingerir, ter
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
imeti, jesti
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
jesť
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
борошно, вибирати, вибрати, вибір, визбирувати, гусінь, збирати, зібрати, зірвати, мати, набирати, набрати, поїсти, підбирати, підібрати, скупчувати, страва, є, єсть, їжа, їсти
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
jeść, zjeść, żreć

Σχετικές λέξεις

τρώω και δεν παχαίνω, τρώω συνέχεια, τρώω συνώνυμα, τρώω ονειροκρίτης, τρώω τα νύχια μου, τρώω κόλλημα, τρώω conjugation, τρώω είδη υγιεινής, τρώω ξύλο