lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ακρωτηριάζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ablate, amputate, excise, snip
ακρωτηριάζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
amputovat, odejmout, odříznout, stříhat, ušmiknout
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abnehmen, abschlagen, abschneiden, amputieren, amputierend
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
amputere
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amputar, cortar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amputer, couper, repartir, trancher, échantillonner
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amputare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
amputera, avklippa, avsperra, avsperre, nagga
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ампутировать, отрезать, отсечь, отхватить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amputera, avklippa, avskära, avspärra, blockera, nagga
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amputar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
amputować, odciąć

Σχετικές λέξεις

ακρωτηριάζω ετυμολογία, ακρωτηριάζω συνώνυμα, ακρωτηριάζω συνώνυμο