ακρωτηριάζω ετυμολογία, ακρωτηριάζω συνώνυμα, ακρωτηριάζω συνώνυμο
αλάβαστρο αλφάβητο βούβαλος αύρα κόλακας δυνατός πλησιάζω αναβάλλω νομοθετικός κενοδοξία προσαρμόζω ερώτημα μόνος περιμένω βρώμικος κασκόλ δεσμεύω υπαινιγμός έγκλημα πρόθεση