lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακρωτηριάζω στα πολωνική

Λέξη:
ακρωτηριάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
amputować, odciąć
Σχετικές λέξεις:
πολωνική ακρωτηριάζω, ακρωτηριάζω συνώνυμο, ακρωτηριάζω συνώνυμα, ακρωτηριάζω ετυμολογία, ακρωτηριάζω στα πολωνική, amputować στα ελληνικά
ακρωτηριάζω στα πολωνική