lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακρωτηριάζω στα γερμανικά

Λέξη:
ακρωτηριάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
abnehmen, amputieren, amputierend, abschlagen, abschneiden
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ακρωτηριάζω, ακρωτηριάζω συνώνυμο, ακρωτηριάζω συνώνυμα, ακρωτηριάζω ετυμολογία, ακρωτηριάζω στα γερμανικά, abnehmen στα ελληνικά
ακρωτηριάζω στα γερμανικά