lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απεργία στα ουγγρική

Λέξη:
απεργία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική απεργία, απεργία φαρμακοποιών, απεργία φαρμακείων, απεργία συμβολαιογράφων, απεργία ολμε, απεργία μμμ, απεργία στα ουγγρική, sztrájk στα ελληνικά
απεργία στα ουγγρική