lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: απότομα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abruptly, erupt, overnight, plump, pop, shortly, suddenly, unawares
απότομα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
jasný, jednoznačný, najednou, neočekávaně, náhle, náhlý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einmal, jäh, plötzlich, unvermittelt, unversehens
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
pludseligt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bruscamente, repentinamente
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brusquement, net, soudain, soudainement, subitement, subito
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
improvvisamente, netto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
plutselig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
внезапно
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
apropå, plötsligt
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
внезапно
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhtäkkiä, äkkiä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
egyszerre, hirtelen, váratlanul
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bruscamente, repentinamente, repentino, subitamente
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
náhle
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nagle

Σχετικές λέξεις

απότομα στίχοι, απότομα συνώνυμο, απότομα συνώνυμα, απότομα μου την κοπάνησεσ απότομα, απότομα βραδιάζει, μεγάλωσα απότομα, πολύ απότομα