lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αυλάκι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aerie, chase, crib, crèche, day-nursery, fillister, fissure, flute, furrow, groove, joggle, kindergarten, nursery, rut, slot
αυλάκι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
brázda, drážka, jesle, jesličky, kanálek, krmelec, rýha, vráska, žlábek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aushöhlen, falte, furche, krippe, nut, nute, rille, runzel
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fold, fure, kanal, krybbe, læg, renene, rynke
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arruga, estría, guardería, ranura, surco
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
caniveau, cannelure, cassis, cavet, coulisse, cran, crèche, encochage, encoche, mangeoire, nourricerie, onglet, rainure, rigole, sillon, strie, évidage
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
crespa, grinza, ruga, scanalatura, solco
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fure, fåra, kanal, krybbe, renna, renne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
борозда, бороздка, желоб, желобок, жёлоб, канавка, морщина, паз, углубление, ясли
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
barnkrubba, fåra, kanal, räffla, ränna
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
баразна, жалабок, разора
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kolo, kouru, kurttu, lovi, poimu, ryppy, uurre, vako
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
barázda, bölcsőde, horony, óvoda
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
raukšlė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
calha, ranhura, rego, sulco, surjo
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
rid
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
drážka
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
борозна, вишикувати, вишикуватися, виїмка, вправа, генеалогія, жолобок, зморшка, колія, лінія, натаскувати, обрис, паз, риска, рутина, ряд, тренування, тренувати, тягнутися, черга
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bruzda, rowek, wyżłobienie, żłobek

Σχετικές λέξεις

αυλάκι αιτωλοακαρνανίας, αυλάκι πόρτο ράφτη, αυλάκι παραλία, αυλάκι πόρτο ράφτη χάρτης, αυλάκι για πότισμα, αυλάκι κέρκυρας, αυλάκι κέρκυρα, αυλάκι χάρτης, αυλάκι φθιώτιδας, αυλάκι φήκη