lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αυλός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cul-de-sac, panpipe, pipe, sewage, sipper, snorkel, straw, tube
αυλός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
stéblo, trubice, trubička, trubka, tuba, tubus
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hirtenflöte, pfeife, röhrchen, röhre, schalmei
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
pimpe, rør
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
caña, flauta, pipa
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
canule, chalumeau, douille, fifre, flûteau, galoubet, lamperon, mirliton, pipeau, siphon, tube, verrine
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cannello, tubo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pipe, rør
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дудка, свирель, трубка, трубочка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pipne, rör
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
жалейка, люлька, скрутак, сувой
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svirala
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
csövecske
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cachimba, chiaria, gaita, pipa
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
люлька, перо, трубка, флейта
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
fujarka, rurka

Σχετικές λέξεις

αυλός του πανός, αυλός του πάνα, αυλός θεσσαλονίκη, αυλός ψεκασμού, αυλός της γνώσης, αυλός μουσικό όργανο, αυλός νότες, αυλός κάνης, αυλός εντέρου, αυλός πυρόσβεσης