lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ιδρυτής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
architect, artist, author, benefactor, creator, founder, maker, originator, writer
ιδρυτής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
autor, budovatel, pisatel, původce, spisovatel, strůjce, stvořitel, tvůrce, zakladatel
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
autor, begründer, erbauer, erschaffer, freihalter, gründer, schriftsteller, schöpfer, stifter, urheber, verfasser
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forfatter
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anfitrión, artífice, autor, compositor, creador, criador, fundador
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
auteur, créateur, fondateur, instaurateur, instituteur, édificateur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
artefice, autore, autrice, creatore, fattore, fondatore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forfatter, opphavsmann, skaper
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
автор, основатель, основоположник, создатель, созидатель, творец, учредитель
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skapare, stiftare
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
автор
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бог, божа, заснавальнік, тварэц
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
autor
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alkaja, alkuunpanija, kirjailija, luoja
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
alapító, okozó
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
autorius
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
artífice, autor, escritor, fundador
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
autor
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
avtor, avtorica
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
tvorca, zakladateľ
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
автор, архітектор, будівник, виробник, засновник, колишній, патріарх, перший, письменник, плантатор, розсиптеся, створювач, творець, фундатор
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
fundator, twórca, założyciel

Σχετικές λέξεις

ιδρυτής danone, ιδρυτής facebook, ιδρυτής της apple, ιδρυτής ibm, ιδρυτής ελληνικού τυπογραφείου στη βενετία, ιδρυτής κκε, ιδρυτής apple, ιδρυτής του προσκοπισμού, ιδρυτής ολυμπιακών αγώνων, ιδρυτής coco mat