lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δανεισμός στα βουλγαρικά

Λέξη:
δανεισμός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά δανεισμός, δανεισμόσ και χρηματοοικονομική πίεση στα νοικοκυριά, δανεισμός χρημάτων, δανεισμός τίτλων, δανεισμός προσωπικού, δανεισμός μισθωτού, δανεισμός στα βουλγαρικά, заем στα ελληνικά
δανεισμός στα βουλγαρικά