lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δανεισμός στα ουγγρική

Λέξη:
δανεισμός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική δανεισμός, δανεισμόσ και χρηματοοικονομική πίεση στα νοικοκυριά, δανεισμός χρημάτων, δανεισμός τίτλων, δανεισμός προσωπικού, δανεισμός μισθωτού, δανεισμός στα ουγγρική, kölcsön στα ελληνικά
δανεισμός στα ουγγρική